- μυροστάφυλον
- μῠρο-στάφῠλον [ᾰ], τό,A vine with sweet-smelling grapes, Gp.4.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυροσταφύλου — μυροστάφυλον vine with sweet smelling grapes neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυροστάφυλος — μυροστάφυλος, ον (Μ) το ουδ. ως ουσ. τὸ μυροστάφυλον άμπελος από την οποία παράγονται ευώδη σταφύλια, μοσχοστάφυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + σταφυλος (< σταφυλή)] … Dictionary of Greek